- απασάλειφτος
- -η, -οαυτός που δεν πασαλείφτηκε: Μ' όλες τις προσπάθειές του δεν κατάφερε να μείνει απασάλειφτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απασάλειφτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιχριστεί ή πασαλειφθεί 2. καθαρός 3. εκείνος που δεν διαθέτει ούτε πασάλειμμα γνώσεων, που δεν έχει αποκτήσει ούτε επιφανειακές γνώσεις 4. ο αδωροδόκητος … Dictionary of Greek